αδελφοποιτός

αδελφοποιτός
Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί-σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο τους στρατιώτες της οργάνωσης. Αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να είναι έτοιμοι για δράση σε κάθε στιγμή με το όπλο τους και πενήντα μπαρουτόβολα. Η μύησή τους στην Εταιρεία γινόταν με το ακόλουθο τυπικό: αφού ο κατηχητής τελείωνε την κατήχηση του υποψήφιου α., του έδινε ένα χαρτί σημειωμένο με σταυρό και μετά τρεις ημέρες, χωρίς να τον έχει προϊδεάσει για το τι θα γινόταν, τον έπαιρνε και τον πήγαινε σε έναν παπά να ορκιστεί. Έλεγε ο παπάς τον όρκο τρεις φορές και ο α. τον επαναλάμβανε. Ο όρκος αυτός ήταν o εξής: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν, καθ’ όλην την δύναμιν της λέξεως, το μυστήριον το οποίον θα μοι εξηγηθή και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ». Όταν κάποιος α. ήθελε να μάθει αν ήταν α. κάποιος τρίτος, ακουμπούσε τη δεξιά του παλάμη στην αριστερή του και έκανε πως νίβει τα χέρια του, οπότε o δεύτερος, αν ήταν και εκείνος α., έβαζε δύο δάχτυλα του δεξιού του χεριού στην αριστερή του παλάμη. Όταν ο πρώτος ήθελε να μιλήσει στον δεύτερο, βάζοντας όμοια τα δύο δάχτυλά του τού έλεγε: «Έχεις κανένα τσιμπούκι;» Ο δεύτερος απαντούσε: «Έχω τσαρούχι».
* * *
και αδερφοποιτός και αδερφοχτός και αδερφοφτός, ο (Μ ἀδελφοποιητός)
αυτός που κατόπιν αδελφοποιίας* αναγνωρίζεται ως αδελφός κάποιου, σταυραδελφός, βλάμης (βλ. αδελφοποιία)
νεοελλ.
1. πολύ αγαπητός, αδελφικός φίλος
2. ο άγνωστος, τον οποίο, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, αφού συναντήσει μια γυναίκα στείρα ή που τής πεθαίνουν τα παιδιά, τόν αγκαλιάζει και πηγαίνει μαζί του να ακούσει ευχή από ιερέα με τον σκοπό να αποκτήσει παιδιά ή να μην τής πεθαίνουν
3. φίλος ή συγγενής τού γαμπρού ή τής νύφης, ο οποίος, κατά την τελετή τού γάμου, στέκεται δίπλα τους και συνοδεύει τον γαμπρό, ο παράνυμφος
4. μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ή και μεγάλοι, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους πριν από τον γάμο ή μετά από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. αδελφοποιτός < αδελφοποιητός, με συγκοπή τού φωνήεντος. Περαιτέρω συγκοπή τού φωνήεντος (οι) οδήγησε στον τ. *αδερφοπτός (με τροπή και τού λ σε ρ), απ' όπου προήλθε ο τ. αδερφοφτός, με τροπή τού συμπλέγματος πτ σε φτ, και στη συνέχεια ο τ. αδερφοχτός με ανομοίωση τού φτ σε χτ λόγω τού φ που προηγείται].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφοποιητός — ο (Μ ἀδελφοποιητός) ο αδελφοποιτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός] …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • μπουραζέρης — και μπραζέρης, ο εγκάρδιος φίλος, αδελφοποιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αλβαν. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • μπράτιμος — ο 1. στενός φίλος, αδελφοποιτός 2. στον πληθ. οι μπράτιμοι οι στενοί φίλοι που συνοδεύουν τον γαμπρό στην εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. bratim] …   Dictionary of Greek

  • σταυραδελφός — ο, θηλ. σταυραδελφή, ουδ. σταυραδέλφι, Ν ο αδελφοποιτός …   Dictionary of Greek

  • σταυροκουνιάδος — ο, Ν αδελφοποιτός τού συζύγου …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος — I (Ανδρέας Βερούσης, Λιβανάτες Λοκρίδας 1740; – Κωνσταντινούπολη 1797). Αρματολός της Λιάκουρας (Παρνασσού) και αδελφοποιτός του Αλή πασά. Συνεργάστηκε κατά τον B’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 92) με τον Λάμπρο Κατσώνη για την αποτίναξη του… …   Dictionary of Greek

  • Λεοναρδόπουλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τη Ζάτουνα. 1. Δημήτριος. Πολέμησε στην Τρίπολη, στο Ναύπλιο, στα Δερβενάκια, στην Πάτρα κ.α., με αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. 2. Λεονάρδος. Αδελφοποιτός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βοήθησε οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”